- τρίτομος
- -η, -ο / τρίτομος, -ον, ΝΑνεοελλ.1. αυτός που αποτελείται από τρεις τόμους («τρίτομο λεξικό»)2. το θηλ. ως ουσ. η τρίτομοςβοτ. άλλη ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων φυτών κνιφορία1| αρχ.1. κομμένος στα τρία2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίτομονα) κομμάτι ταριχευμένου ψαριούβ) τιμαλφές που χρησιμοποιούσαν για δωροδοκία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ὀκτά-τομος].
Dictionary of Greek. 2013.